κουλουράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουλουράς < κουλούρ(ι) + -άς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.luˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λου‐ράς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουλουράς αρσενικό (θηλυκό κουλουρού)
- (επάγγελμα) πωλητής κουλουριών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουλουράς
|