κουνάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουνάδι | τα | κουνάδια |
γενική | του | κουναδιού | των | κουναδιών |
αιτιατική | το | κουνάδι | τα | κουνάδια |
κλητική | κουνάδι | κουνάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουνάδι < μεσαιωνική ελληνική κουνάδι < μεσαιωνική ελληνική κουνάδι < σλαβικής προέλευσης куна (kǔːna) < πρωτοσλαβική *kuna (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουνάδι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του κουνάβι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουνάδι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)