κουράδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουράδα | οι | κουράδες |
γενική | της | κουράδας | — | |
αιτιατική | την | κουράδα | τις | κουράδες |
κλητική | κουράδα | κουράδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κουράδα < κουράδ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈɾa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρά‐δα
Ουσιαστικό
κουράδα θηλυκό
- (χυδαίο) το στερεό και σχηματισμένο σκατό
- ↪ Πάλι κουράδα πάτησα!
- (χυδαίο, μειωτικό) αντιπαθητικός άνθρωπος
- ↪ Σκάσε ρε κουράδα!
Συγγενικά
Σύνθετα
Παροιμίες
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)