κουράδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουράδα οι κουράδες
      γενική της κουράδας
    αιτιατική την κουράδα τις κουράδες
     κλητική κουράδα κουράδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουράδα < κουράδ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈɾa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρά‐δα

Ουσιαστικό

κουράδα θηλυκό

  1. (χυδαίο) το στερεό και σχηματισμένο σκατό
    Πάλι κουράδα πάτησα!
  2. (χυδαίο, μειωτικό) αντιπαθητικός άνθρωπος
    Σκάσε ρε κουράδα!

Συγγενικά

Σύνθετα

Παροιμίες

Μεταφράσεις