κουραμπιές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουραμπιές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kurabiye + -ς < αραβική غربية (ḡarbiyya),[1] θηλυκό του غربي (ḡarribī)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.ɾaˈbʝes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρα‐μπιές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουραμπιές αρσενικό
- (γλυκό) παραδοσιακό γλύκισμα από αλεύρι και βούτυρο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη
- (μεταφορικά, μειωτικό) άτομο χωρίς πρωτοβουλίες
- (παρωχημένο, μεταφορικά, μειωτικό) άνδρας που αποφεύγει τη στράτευση, φυγόστρατος
- ※ Δουλειές υπήρχαν πολλές και ζωηρές, μα οι κουραμπιέδες κ' οι απαλλαγέντες κρατούσαν όλα τα πόστα και θησαυρίζανε στα σίγουρα. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το γλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κουραμπιές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)