κουρελιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρελιάζω < κουρέλι + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.ɾeˈʎa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κουρελιάζω (παθητική φωνή: κουρελιάζομαι)

  1. μετατρέπω κάτι σε κουρέλι
  2. (κατ’ επέκταση) φθείρω κάτι, το καταξεσκίζω
  3. (μεταφορικά) καταρρακώνω κάποιον, τον εξευτελίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]