κουρκούμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρκούμη < κουρκουμάς + -η
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρκούμη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρκούμη
→ δείτε τη λέξη κουρκουμάς |