κουστωδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουστωδία < (ελληνιστική κοινή) κουστωδία < λατινική custodia
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.stoˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐στω‐δί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουστωδία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουστωδία
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κουστωδίᾱ | αἱ | κουστωδίαι |
γενική | τῆς | κουστωδίᾱς | τῶν | κουστωδιῶν |
δοτική | τῇ | κουστωδίᾳ | ταῖς | κουστωδίαις |
αιτιατική | τὴν | κουστωδίᾱν | τὰς | κουστωδίᾱς |
κλητική ὦ! | κουστωδίᾱ | κουστωδίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κουστωδίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κουστωδίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουστωδία < (άμεσο δάνειο) λατινική custodia < custos (φύλακας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουστωδία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)