κουτάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτάλα οι κουτάλες
      γενική της κουτάλας
    αιτιατική την κουτάλα τις κουτάλες
     κλητική κουτάλα κουτάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτάλα < κουτάλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτάλα
ξύλινη κουτάλα
κουτάλα για τη σούπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουτάλα θηλυκό

  1. (κουζινικά) οποιοδήποτε ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος μοιάζει με μεγάλο κουτάλι
  2. (λαϊκότροπο) η ωμοπλάτη
  3. εξάρτημα χωματουργικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή και ανύψωση υλικού

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]