κουτί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουτί τα κουτιά
      γενική του κουτιού των κουτιών
    αιτιατική το κουτί τα κουτιά
     κλητική κουτί κουτιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτί <
  1. μεσαιωνική ελληνική κυτίον < αρχαία ελληνική κύτος
  2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική box

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuˈti/

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουτί ουδέτερο

  1. κάθε αντικείμενο με επίπεδη βάση και άνοιγμα, πάνω από τη βάση, με ή χωρίς καπάκι, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τοποθετούμε πράγματα
  2. (σε έντυπο) τετράγωνο που προορίζεται για συμπλήρωση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]