κουτσουρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτσουρεύω < κούτσουρο + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

κουτσουρεύω

  1. κλαδεύω ένα φυτό πάρα πολύ και με κακό τρόπο
  2. (μεταφορικά) ακρωτηριάζω κάποιον
  3. (μεταφορικά) κάνω περικοπές, μειώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]