κουφώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουφώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφώνω (δημιουργώ κοίλωμα) < κοῦφος < αρχαία ελληνική κοῦφος (στην ελληνιστική σημασία: άδειος) → δείτε και τη λέξη κούφιος.[1] Δε σχετίζεται με το κουφός < κωφός. [2]
Ρήμα[επεξεργασία]
κουφώνω, αόρ.: κούφωσα, παθ.φωνή: κουφώνομαι, μτχ.π.π.: κουφωμένος [3]
- (συνήθως για παντζούρια) μισοκλείνω, κλείνω έτσι ώστε να μένει ένα πολύ μικρό άνοιγμα
- (δημοτική) δημιουργώ κοίλωμα [4]
- ↪ κούφωσα τα κολοκύθια, ναν τα κάνω γεμιστά
- (δημοτική) αποκτώ κοιλότητα, κουφάλα
- ↪ κούφωσε το δόντι μου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κουφαίνω (στη σημασία: δημιουργώ κοίλωμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη κούφιος & κουφο- στη σημασία Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κουφο- από το κούφιος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουφώνω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κουφώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ παθητικός τύπος κουφώνω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουφώνω < κοῦφ(ος) + -ώνω < αρχαία ελληνική κοῦφος (στην ελληνιστική σημασία: άδειος) → δείτε και τη λέξη κούφιος. Δε σχετίζεται με το κουφός < κωφός.
Ρήμα[επεξεργασία]
κουφώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις κούφιος και κοῦφος & κουφο- στη σημασία Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κουφο- από το κούφιος στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Δε σχετίζονται, και έχουν σχέση με το κωφός:
→ δείτε τη λέξη κουφός & κουφο- στη σημασία Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κουφο- από το κουφός στο Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- κουφώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)