κούραση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η κούραση
      γενική της κούρασης
    αιτιατική την κούραση
     κλητική κούραση
Και ποιητικός πληθυντικός, οι κούρασες.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούραση < μεσαιωνική ελληνική κούραση < κουράζω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούραση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]