κούρνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρνια οι κούρνιες
      γενική της κούρνιας
    αιτιατική την κούρνια τις κούρνιες
     κλητική κούρνια κούρνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούρνια < παλαιοσλαβικής προέλευσης kurnija[1] (δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το ουσιαστικό κουρνιαχτός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούρνια θηλυκό

  1. ράβδος πάνω στην οποία κουρνιάζουν πουλιά (κότες κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) κοτέτσι
  3. άλλη μορφή του κούρνιασμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]