κούσπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούσπος < λατινικά cuspis (αιχμή, άκρο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούσπος αρσενικό

  1. (κυπριακά) μυτερό τσαπί, ο κασμάς
  2. (κυπριακά) μεταφορικά ο βλάκας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]