κούτσουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούτσουρο < μεσαιωνική ελληνική κούτσουρον, ουδέτερο του κούτσουρος[1] < κουτσός + ουρά (ή <*κόψουρος[1] < αρχαία ελληνική κόπτω + οὐρά)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈku.t͡su.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐τσου‐ρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούτσουρο ουδέτερο
- μεγάλο κομμάτι από τον κορμό ή από χοντρό κλαδί δέντρου
- (μεταφορικά) κάτι που φαίνεται ή είναι βαρύ και άκαμπτο
- (μεταφορικά) αυτός που δεν έχει μορφωθεί ή δεν μπορεί να μορφωθεί
- (μεταφορικά) ο άνθρωπος που έχει απομείνει χωρίς οικογένεια και φίλους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)