κρανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρανιά | οι | κρανιές |
γενική | της | κρανιάς | των | κρανιών |
αιτιατική | την | κρανιά | τις | κρανιές |
κλητική | κρανιά | κρανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρανιά < (ελληνιστική κοινή) κρανέα < αρχαία ελληνική κράνεια / κράνια < κράνον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρανιά θηλυκό
- (φυτό) φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Cornus mas) που βγάζει κίτρινα άνθη και μικρούς βαθυκόκκινους καρπούς με ξινή γεύση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κράνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρανιά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)