κρανιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρανιά οι κρανιές
      γενική της κρανιάς των κρανιών
    αιτιατική την κρανιά τις κρανιές
     κλητική κρανιά κρανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρανιά < (ελληνιστική κοινήκρανέα < αρχαία ελληνική κράνεια / κράνια < κράνον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρανιά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]