κρασάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρασάτος | η | κρασάτη | το | κρασάτο |
γενική | του | κρασάτου | της | κρασάτης | του | κρασάτου |
αιτιατική | τον | κρασάτο | την | κρασάτη | το | κρασάτο |
κλητική | κρασάτε | κρασάτη | κρασάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρασάτοι | οι | κρασάτες | τα | κρασάτα |
γενική | των | κρασάτων | των | κρασάτων | των | κρασάτων |
αιτιατική | τους | κρασάτους | τις | κρασάτες | τα | κρασάτα |
κλητική | κρασάτοι | κρασάτες | κρασάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κρασάτος
- αυτός που φέρεται ή παρασκευάζεται με κρασί