κρατημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρατώ
Μετοχή[επεξεργασία]
κρατημένος, -η, -ο
- που έχει κρατηθεί
- που προορίζεται σε κάποιον
- αυτή η θέση είναι κρατημένη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρατημένος
|