κραυγάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κραυγάζω < αρχαία ελληνική κραυγάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κραυγάζω

  • φωνάζω δυνατά, με ένταση, βγάζω κραυγή

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]