κρεμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεμ < (λόγιο δάνειο) γαλλική crème

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾem/

Επίθετο[επεξεργασία]

κρεμ άκλιτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεμ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]