κρεσέντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεσέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική crescendo < λατινική crescendum < cresco (αυξάνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾeˈsen.do/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεσέντο και κρετσέντο ουδέτερο, μόνο στον ενικό άκλιτο

  1. (μουσική) η βαθμιαία αύξηση της έντασης ενός μουσικού κομματιού
  2. (συνεκδοχικά) το μέρος του μουσικού κομματιού όπου αυξάνεται βαθμιαία η ένταση
  3. (μεταφορικά) η αύξηση της δύναμης με σταθερό τρόπο, ώστε να παρατηρείται κορύφωση σε κάποιο υψηλό σημείο

Επίρρημα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]