κρητίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρητίδα | οι | κρητίδες |
γενική | της | κρητίδας | των | κρητίδων |
αιτιατική | την | κρητίδα | τις | κρητίδες |
κλητική | κρητίδα | κρητίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρητίδα < αρχαία ελληνική κρητίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρητίδα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρητίδα
→ δείτε τη λέξη κιμωλία |