κρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρι άκλιτο θηλυκό (η γλώσσα κρι), ή ουδέτερο (τα κρι)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κωδικός γλώσσας: cr
- Cree language στην αγγλική Βικιπαίδεια