κριτήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριτήριο τα κριτήρια
      γενική του κριτηρίου
κριτήριου
των κριτηρίων
    αιτιατική το κριτήριο τα κριτήρια
     κλητική κριτήριο κριτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κριτήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κριτήριον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾiˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρι‐τή‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κριτήριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κρίνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]