κριτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κριτικά < κριτικός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κριτικά
- με κριτική διάθεση
- ο συγγραφέας βλέπει κριτικά την κλασική μαρξιστική άποψη για τα κοινωνικά φαινόμενα ...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κριτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κριτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κριτικό