κροκάλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κροκάλα | οι | κροκάλες |
γενική | της | κροκάλας | των | κροκαλών |
αιτιατική | την | κροκάλα | τις | κροκάλες |
κλητική | κροκάλα | κροκάλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροκάλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κροκάλη (αρχαία σημασία: ακτή) < κρόκη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροκάλα θηλυκό
- πέτρα με στρογγυλεμένες άκρες που βρίσκεται συνήθως σε ποτάμια, λίμνες ή παραθαλάσσιες περιοχές
- πελεκημένη πέτρα πρισματικού σχήματος με επίπεδη άνω επιφάνεια που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του καταστρώματος δρόμων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κροκάλα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)