κρούσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρούσμα | τα | κρούσματα |
γενική | του | κρούσματος | των | κρουσμάτων |
αιτιατική | το | κρούσμα | τα | κρούσματα |
κλητική | κρούσμα | κρούσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρούσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κροῦσμα < αρχαία ελληνική κρούω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkɾu.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρού‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρούσμα ουδέτερο
- (επιδημιολογία) κάθε περίπτωση προσβολής από μολυσματική αρρώστια
- κάθε παράβαση ποινικού ή ηθικού νόμου που μπορεί να εξαπλωθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κρούση & σύνθετα
→ και δείτε τη λέξη κρούω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κρούσμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιδημιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)