κρυολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κρυολογώ, πρτ.: κρυολογούσα, στ.μέλλ.: θα κρυολογήσω, αόρ.: κρυολόγησα, μτχ.π.π.: κρυολογημένος
- αδιαθετώ, αρπάζω κρυολόγημα και δεν αισθάνομαι καλά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυολογώ