κρυπτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυπτός η κρυπτή το κρυπτό
      γενική του κρυπτού της κρυπτής του κρυπτού
    αιτιατική τον κρυπτό την κρυπτή το κρυπτό
     κλητική κρυπτέ κρυπτή κρυπτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυπτοί οι κρυπτές τα κρυπτά
      γενική των κρυπτών των κρυπτών των κρυπτών
    αιτιατική τους κρυπτούς τις κρυπτές τα κρυπτά
     κλητική κρυπτοί κρυπτές κρυπτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυπτός < κρύπτω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

κρυπτός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]