κτήτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κτίτορας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κτήτορας οι κτήτορες
      γενική του κτήτορα των κτητόρων
    αιτιατική τον κτήτορα τους κτήτορες
     κλητική κτήτορα κτήτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτήτορας < αρχαία ελληνική κτήτωρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkti.to.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτή‐το‐ρας
ομόηχο: κτίτορας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κτήτορας αρσενικό ή θηλυκό

  1. κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης
  2. ο ιδιώτης ιδρυτής ναού, μονής ή (ιερού) ιδρύματος
    → δείτε και τη λέξη κτίτορας (που έχτισε, ίδρυσε το ναό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]