κτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτίζω [1] Δείτε και το χτίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κτίζω, αόρ.: έκτισα, παθ.φωνή: κτίζομαι, π.αόρ.: κτίστηκα, μτχ.π.π.: κτισμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]