κτηνοβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κτηνοβάτης < ελληνιστική κοινή κτηνοβάτης < αρχαία ελληνική κτῆνος + βαίνω. Συγχρονικά αναλύεται σε κτηνο- + -βάτης.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κτηνοβάτης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και κτηνοβάτρια, κτηνοβάτισσα, κτηνοβάτις)
- άνθρωπος που έρχεται σε σεξουαλική επαφή με ζώα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κτηνοβάτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κτηνο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βάτης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)