κτηνοτρόφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κτηνοτρόφος οι κτηνοτρόφοι
      γενική του/της κτηνοτρόφου των κτηνοτρόφων
    αιτιατική τον/την κτηνοτρόφο τους/τις κτηνοτρόφους
     κλητική κτηνοτρόφε κτηνοτρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κτηνοτρόφος με την κατσίκα του

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτηνοτρόφος < ελληνιστική κοινή κτηνοτρόφος (αγελαδοτρόφος)[1] < αρχαία ελληνική κτῆνος + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε κτηνο- + -τρόφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κτηνοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]