κυβερνήτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβερνήτρια οι κυβερνήτριες
      γενική της κυβερνήτριας των κυβερνητριών
    αιτιατική την κυβερνήτρια τις κυβερνήτριες
     κλητική κυβερνήτρια κυβερνήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυβερνήτρια < κυβερνήτης + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυβερνήτρια θηλυκό και κυβερνήτρα

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται συνήθως καταχρηστικά, σαν επίθετο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]