κυβιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυβιστικός η κυβιστική το κυβιστικό
      γενική του κυβιστικού της κυβιστικής του κυβιστικού
    αιτιατική τον κυβιστικό την κυβιστική το κυβιστικό
     κλητική κυβιστικέ κυβιστική κυβιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυβιστικοί οι κυβιστικές τα κυβιστικά
      γενική των κυβιστικών των κυβιστικών των κυβιστικών
    αιτιατική τους κυβιστικούς τις κυβιστικές τα κυβιστικά
     κλητική κυβιστικοί κυβιστικές κυβιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυβιστικός < κυβιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κυβιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]