κυβόλεξο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυβόλεξο | τα | κυβόλεξα |
γενική | του | κυβόλεξου | των | κυβόλεξων |
αιτιατική | το | κυβόλεξο | τα | κυβόλεξα |
κλητική | κυβόλεξο | κυβόλεξα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυβόλεξο ουδέτερο
- (παιχνίδι) παιχνίδι με γράμματα σε πλευρές κύβων, με σκοπό τον σχηματισμό λέξεων όταν οι κύβοι τοποθετηθούν ο ένας πάνω ή δίπλα στον άλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυβόλεξο
|