κυδαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυδαίνω < κῦδος

Ρήμα[επεξεργασία]

κυδαίνω

  1. δοξάζω, τιμώ
  2. ευχαριστώ κάποιον τιμώντας τον
  3. κολακεύω (σπάνια, με κακή σημασία)

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 854