κυκλοθυμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυκλοθυμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Zyclothyme < κυκλο- + θυμικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.klo.θi.miˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ci.klo.θi.miˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ci.klo.θi.miˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
κυκλοθυμικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την κυκλοθυμία
- άνθρωπος που η ψυχική του διάθεση εναλλάσσεται ανάμεσα στη μανία και τη θλίψη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυκλοθυμικός