κυνικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυνικώς < αρχαία ελληνική κυνικῶς < κύων
Επίρρημα[επεξεργασία]
κυνικώς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυνικώς
|