κυριακάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυριακάτικα < κυριακάτικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυριακάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- επίσημα, καλά ρούχα
Επίρρημα[επεξεργασία]
κυριακάτικα
- (με αρνητική σημασία, με έκπλξη ή δυσαρέσκεια) την Κυριακή
- ήθελε να δουλέψω κυριακάτικα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίσημα, καλά ρούχα
|
την Κυριακή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κυριακάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυριακάτικος