κυρτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυρτότητα < αρχαία ελληνική κυρτότης < κυρτός + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυρτότητα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυρτότητα
|