κωδικογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.ði.ko.ˈɣra.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐δι‐κο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωδικογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που αντιγράφει παλαιότερους κώδικες ή χειρόγραφα, προκειμένου να διασωθούν τα κείμενα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κωδικογράφηση
- κωδικογραφία
- κωδικογραφικός
- → δείτε τις λέξεις κώδικας και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωδικογράφος