κωδικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωδικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κωδικοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
κωδικοποιημένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί μια κωδικοποίηση