κωδωνοκρούστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωδωνοκρούστης αρσενικό (θηλυκό: κωδωνοκρούστρια)
- αυτός που κρούει, που χτυπάει την καμπάνα
- Ογδόντα ετών κωδωνοκρούστρια! (...) Το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου μεταφέρει εδώ και 27 χρόνια στους κατοίκους της βουλγαρικής πρωτεύουσας η 81χρονη, πλέον, Μαρία Ζάμποβα, που αν και καθηγήτρια μαθηματικών, κατάφερε να συνδυάσει τις θετικές επιστήμες με την πίστη και έγινε, ίσως, μία από τις λίγες γυναίκες που φέρουν τον "τίτλο" του κωδωνοκρούστη! (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κωδωνοκρούω, κώδωνας και κρούω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωδωνοκρούστης