κωλοχανείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλοχανείο τα κωλοχανεία
      γενική του κωλοχανείου των κωλοχανείων
    αιτιατική το κωλοχανείο τα κωλοχανεία
     κλητική κωλοχανείο κωλοχανεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωλοχανείο < κωλο- + -χανείο (χάνι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κωλοχανείο ουδέτερο

  • ένας χώρος που είναι εντελώς ανοργάνωτος ή έχει οργάνωση όμοια με αυτή ενός οίκου ανοχής
    Το γραφείο όπου δουλεύω είναι τελείως κωλοχανείο. Παντού υπάρχει ανοργανωσιά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]