κωμήτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωμήτης < κώμη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωμήτης αρσενικό (θηλυκό: κωμῆτις)
- κάτοικος κώμης, χωριάτης
- (για κάτοικο πόλης) γείτονας
- (γενικότερα) κάτοικος