κωμήτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κομήτης

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωμήτης < κώμη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κωμήτης αρσενικό (θηλυκό: κωμῆτις)

  1. κάτοικος κώμης, χωριάτης
  2. (για κάτοικο πόλης) γείτονας
  3. (γενικότερα) κάτοικος