κόμισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόμισσα οι κόμισσες
      γενική της κόμισσας των κομισσών
    αιτιατική την κόμισσα τις κόμισσες
     κλητική κόμισσα κόμισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόμισσα < κόμης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόμισσα θηλυκό και κόμησσα

  1. η σύζυγος του κόμη
  2. (μεταφορικά) υπεροπτική γυναίκα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]