κόμισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόμισσα | οι | κόμισσες |
γενική | της | κόμισσας | των | κομισσών |
αιτιατική | την | κόμισσα | τις | κόμισσες |
κλητική | κόμισσα | κόμισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόμισσα θηλυκό και κόμησσα
- η σύζυγος του κόμη
- (μεταφορικά) υπεροπτική γυναίκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόμισσα
|