κόντρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόντρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική contra < λατινική contra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k(')enta (κάτω, μακριά, αντίθετα) < *ḱen- (κινώ, εγείρω)
Επίρρημα[επεξεργασία]
κόντρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόντρα | οι | κόντρες |
γενική | της | κόντρας | — | |
αιτιατική | την | κόντρα | τις | κόντρες |
κλητική | κόντρα | κόντρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόντρα θηλυκό
- μη σωματική σύγκρουση, αντιπαράθεση η οποία έχει έντονο χαρακτήρα
- Ξέρω ότι εσείς οι δυο δεν τα πάτε καλά, αλλά φροντίστε να κρατήσετε τις κόντρες σας απέξω. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
- ο ανεπίσημος ή αυτοσχέδιος αγώνας ταχύτητας
- Συνεχίζονται οι κόντρες σε κεντρικούς δρόμους της πόλης της Θεσσαλονίκης με «φτιαγμένα» αυτοκίνητα. [Επικίνδυνες κόντρες με «φτιαγμένα» αυτοκίνητα στην Θεσσαλονίκη (THESSNEWS, 11.1.2018)
- το είδος ξυρίσματος που γίνεται με κατεύθυνση αντίθετη από αυτή που μεγαλώνουν οι τρίχες
- ο μηχανισμός φρεναρίσματος του ποδηλάτου που χρησιμοποιεί την ανάποδη στροφή το πεταλιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόντρα
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)