κόσμιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κόσμιος η κόσμια το κόσμιο
      γενική του κόσμιου της κόσμιας του κόσμιου
    αιτιατική τον κόσμιο την κόσμια το κόσμιο
     κλητική κόσμιε κόσμια κόσμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κόσμιοι οι κόσμιες τα κόσμια
      γενική των κόσμιων των κόσμιων των κόσμιων
    αιτιατική τους κόσμιους τις κόσμιες τα κόσμια
     κλητική κόσμιοι κόσμιες κόσμια
Για το παρωχημένο θηλυκό «κοσμία» δείτε την αρχαία κλίση κόσμιος.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόσμιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόσμιος (μετρημένος, φρόνιμος) < → δείτε  κόσμος (τακτοποίηση, στολίδι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.zmi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐σμι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

κόσμιος, -α, -ο

  1. που συμφωνεί με τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και με την κοινωνική ηθική
     συνώνυμα: ευπρεπής
  2. (παρωχημένο) → δείτε τη λέξη κοσμία (για χαρακτηρισμό της διαγωγής μαθητή)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κόσμιος κοσμί
κόσμιος
τὸ κόσμιον
      γενική τοῦ κοσμίου τῆς κοσμίᾱς
κοσμίου
τοῦ κοσμίου
      δοτική τῷ κοσμί τῇ κοσμί
κοσμί
τῷ κοσμί
    αιτιατική τὸν κόσμιον τὴν κοσμίᾱν
κόσμιον
τὸ κόσμιον
     κλητική ! κόσμιε κοσμί
κόσμιε
κόσμιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κόσμιοι αἱ κόσμιαι
κόσμιοι
τὰ κόσμι
      γενική τῶν κοσμίων τῶν κοσμίων
κοσμίων
τῶν κοσμίων
      δοτική τοῖς κοσμίοις ταῖς κοσμίαις
κοσμίοις
τοῖς κοσμίοις
    αιτιατική τοὺς κοσμίους τὰς κοσμίᾱς
κοσμίους
τὰ κόσμι
     κλητική ! κόσμιοι κόσμιαι
κόσμιοι
κόσμι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κοσμίω τὼ κοσμί
κοσμίω
τὼ κοσμίω
      γεν-δοτ τοῖν κοσμίοιν τοῖν κοσμίαιν
κοσμίοιν
τοῖν κοσμίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόσμιος < κόσμ(ος) (τακτοποίηση, στολίδι) + -ιος

Επίθετο[επεξεργασία]

κόσμιος, -ία, -ον (σπανίως, -ος, -ος, -ον), συγκριτικός:κοσμιώτερος, υπερθετικός: κοσμιώτατος

  1. κανονικός, χωρίς ψεγάδια
  2. αγνός, καλός, τίμιος
  3. με καλή διαγωγή, μετρημένος και φρόνιμος, νέα ελληνικά: κόσμιος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 1, 329d
    ἂν μὲν γὰρ κόσμιοι καὶ εὔκολοι ὦσιν, καὶ τὸ γῆρας μετρίως ἐστὶν ἐπίπονον· εἰ δὲ μή, καὶ γῆρας, ὦ Σώκρατες, καὶ νεότης χαλεπὴ τῷ τοιούτῳ συμβαίνει.
    αν έχουν χαρακτήρα μετρημένο και εύκολο, δεν τους είναι και τα γερατειά πάρα πολύ ανυπόφορα· ειδεμή, για τους άλλους, και τα γερατειά και τα νιάτα είναι στον ίδιο το βαθμό δυσκολοβάσταχτα.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 403a
    Ὁ δὲ ὀρθὸς ἔρως πέφυκε κοσμίου τε καὶ καλοῦ σωφρόνως τε καὶ μουσικῶς ἐρᾶν; Καὶ μάλα, ἦ δ᾽ ὅς.
    Ο αληθινός όμως έρως δεν είναι ν᾽ αγαπά κανείς έναν κόσμιο και ωραίο νέο με τρόπο κόσμιο και μουσικό; Βεβαιότατα.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία, 1.26
    «οὐκ ἐγώ σε ἀποκτενῶ, ἀλλ᾽ ὁ τῆς πόλεως νόμος, ὃν σὺ παραβαίνων περὶ ἐλάττονος τῶν ἡδονῶν ἐποιήσω, καὶ μᾶλλον εἵλου τοιοῦτον ἁμάρτημα ἐξαμαρτάνειν εἰς τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν καὶ εἰς τοὺς παῖδας τοὺς ἐμοὺς ἢ τοῖς νόμοις πείθεσθαι καὶ κόσμιος εἶναι».
    «δεν θα σε σκοτώσω εγώ, θα σε σκοτώσει ο νόμος της πόλης, που εσύ τον αγνόησες και τον έθεσες σε κατώτερη μοίρα από την ικανοποίηση των ορέξεών σου, αφού προτίμησες, αντί να είσαι νομοταγής και φιλήσυχος, να διαπράξεις ένα τέτοιο έγκλημα εις βάρος της γυναίκας μου και των παιδιών μου».
    Μετάφραση: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek‑language.gr
    ※  3ος κε αιώνας Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Γ, 26}}
    Φησὶ δ' Ἡρακλείδης ὅτι νέος ὢν οὕτως ἦν αἰδήμων καὶ κόσμιος ὥστε μηδέποτε ὀφθῆναι γελῶν ὑπεράγαν
    Λένε (λέγεται) δε, ότι ο Ηρακλείδης νέος (στα νιάτα του), ήταν ντροπαλός και κόσμιος, τόσο που ποτέ δεν τον είχαν δει να γελά υπερβολικά
  4. συνώνυμο του κοσμοπολίτης
  5. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ευπρέπεια, σεμνότητα, τιμιότητα
  6. (για ασθενή) ήσυχος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κόσμος

Πηγές[επεξεργασία]