κόφτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κόφτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόφτης οι κόφτες
      γενική του κόφτη των κοφτών
    αιτιατική τον κόφτη τους κόφτες
     κλητική κόφτη κόφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας μικρός κόφτης για σύρματα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόφτης < (κόβω) κοπ- (όπως κόπτω) + -της με ανομοίωση άρθρωσης [pt] > [ft] [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐φτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόφτης αρσενικό

  1. εργαλείο με δύο λαβές όπως του ψαλιδιού και δύο σιαγόνες που συναντώνται σχηματίζοντας κοφτερές ακμές. Υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και χρησιμοποιείται για να κόβει μεταλλικά αντικείμενα, από σύρματα μέχρι λουκέτα.
  2. (επάγγελμα) τεχνίτης που κόβει δέρματα ή υφάσματα ή άλλα υλικά
  3. ο παίκτης που έχει ως αποστολή να «κόβει» (να ανακόπτει) επιθετικές ενέργειες του αντιπάλου
    ※  Οι φιλοξενούμενοι είχαν τον Ανέστη στο τέρμα, τους Αποστολάκη, Λάρσον, Κορνέλιους, Χατζηθεοδωρίδη στην άμυνα από δεξιά προς τα αριστερά, τον Μλάντεν «κόφτη», τους Ντίας, Ντουάρτε εσωτερικούς, τους Μόρσεϊ, Σενγκέλια στα άκρα και τον Καρέλη στην κορυφή της επίθεσης. (Πρώτο Θέμα, 10/9/2022 [1])

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κόβω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]